- αποπτυστήρ
- ἀποπτυστήρ, ο (AM) [αποπτύω](για άλογα) αυτός που φτύνει από το στόμα του, που δεν ανέχεται χαλινάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπτυστῆρα — ἀποπτυστήρ one that spits out masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)